- σπιούνος
- ο(λ. ιταλ.)1. καταδότης: Πρέπει να φυλάγεσαι, γιατί έχουν βάλει παντού σπιούνους.2. ραδιούργος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπιούνος — και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν 1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος 2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione] … Dictionary of Greek
σπιουνεύω — Ν [σπιούνος] φέρομαι σαν σπιούνος … Dictionary of Greek
σπιουνιάρω — και σπιουνάρω Ν 1. είμαι σπιούνος 2. ραδιουργώ εις βάρος κάποιου, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spionare (βλ. λ. σπιούνος)] … Dictionary of Greek
καταδότης — ο, θηλ. καταδότρια αυτός που αποκαλύπτει κρυφά κάτι ή παραδίδει κάποιον με προδοσία, προδότης, σπιούνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδίδω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… … Dictionary of Greek
σπιουνιά — η, Ν [σπιούνος] 1. η ενέργεια τού σπιούνου, η παρακολούθηση τών ενεργειών κάποιου και η κατάδοσή τους («έβαλε σπιουνιές στο αφεντικό») 2. η ιδιότητα τού σπιούνου, το χαρακτηριστικό τού ιδιοτελούς ραδιούργου («είχε το μεγάλο ελάττωμα τής… … Dictionary of Greek
σπιούνα — η, Ν βλ. σπιούνος … Dictionary of Greek
χαφιές — ο, Ν 1. μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος με την παρακολούθηση ατόμων 2. καταδότης, σπιούνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hafiye] … Dictionary of Greek
spion — SPIÓN, OÁNĂ, spioni, oane, subst. I. s.m. şi f. 1. Persoană însărcinată să culeagă clandestin informaţii secrete privitoare la un stat şi să le transmită altui stat; iscoadă. 2. Persoană care pândeşte, observă pe alţii (pentru a furniza cuiva… … Dicționar Român
ρουφιάνος — ο θηλ. α (λ. ιταλ.), προαγωγός, μαστροπός, σπιούνος, καταδότης: Ένας ρουφιάνος από την ομάδα τους τους κατέδωσε στους Γερμανούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)